- συγχειρογραφώ
- -έω, Α1. συντάσσω χειρόγραφο ή έγγραφο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον2. (κυρίως) συμπράττω ως μάρτυρας ή εγγυητής σε έγγραφη βεβαίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χειρογραφῶ «γράφω ιδιοχείρως, δίνω έγγραφη βεβαίωση»].
Dictionary of Greek. 2013.